νοσογνωμονική

νοσογνωμονική
νοσογνωμονικός
skilled in judging of diseases by their symptoms
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νοσογνωμονικός — νοσογνωμονικός, ή, όν (Α) 1. ο ικανός στη διάγνωση ασθένειας από τα συμπτώματά της 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ νοσογνωμονική η τέχνη τής διάγνωσης τών νόσων από τα εξωτερικά συμπτώματά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + γνωμονικός (< γνώμων), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”